κηρώδεις

κηρώδεις
κηρώδης
wax-like
masc/fem acc pl
κηρώδης
wax-like
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βαμβακάδα — η σύμπτωμα προσβολής πολλών φυτών από διάφορα είδη Εντόμων, τα οποία εκκρίνουν βαμβακόμορφες κηρώδεις ουσίες υπό μορφή σκόνης ή νημάτων …   Dictionary of Greek

  • σαπροπηλός — ο, Ν (πετρογρ.) ασύνδετο ίζημα πλούσιο σε βιτουμενιούχες ουσίες, που χαρακτηρίζεται από τύρφη πλούσια σε λιπαρές και κηρώδεις ουσίες και φτωχή σε κυτταρινικό υλικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sapropel (< σαπρός + πηλός)] …   Dictionary of Greek

  • γαλακτώδης χυμός — Φυτικός ιξώδης χυμός, που πήζει εύκολα και γρήγορα στον αέρα. Διέρχεται από τους γαλακτοφόρους σωλήνες ή αυλούς, μεταξύ του φλοιού και του καμβίου πολλών φυτών, που λέγονται γαλακτώδη ή γαλακτοφόρα (ευφορβία, εβέα, φίκος, χελιδόνιο, παπαρούνα).… …   Dictionary of Greek

  • κηροί — Μεγάλη ομάδα φυσικών ουσιών που αποτελείται από εστέρες ανώτερων λιπαρών οξέων με μονοσθενείς αλκοόλες μεγάλου μοριακού βάρους, των οποίων οι αλυσίδες είναι ευθείες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, πρόκειται για μείγματα, τα οποία –εκτός… …   Dictionary of Greek

  • λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • ξηρόφιλα ή ξηρόφυτα — Φυτά που έχουν την ικανότητα να αναπτύσσονται και να προσαρμόζονται σε περιβάλλον πολύ ξηρό: συναντώνται στη χλωρίδα όλων των περιοχών που είναι άγονες εξαιτίας της ξηρασίας του εδάφους και της ατμόσφαιρας (έρημοι, στέπες, σαβάνες, ερείπια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”